- Δαυλίων
- ΔαύλιοςDaulismasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαυλιά — η 1. χτύπημα με δαυλό 2. ανακίνηση των δαυλιών για να αναζωπυρωθεί η φωτιά 3. το καθάρισμα τού φούρνου με βρεγμένο πανί από τα υπολείμματα τής φωτιάς … Dictionary of Greek
φώκος — Όνομα 2 μυθικών προσώπων. 1. Ήταν γιος του Ορνυτίωνα ή του Ποσειδώνα και εγγονός του Σίσυφου. Σύμφωνα με την παράδοση οδήγησε αποίκους από την Κόρινθο στη γύρω περιοχή του Παρνασσού, η οποία, από το όνομά του, ονομάστηκε Φωκίδα. Ηρώο του Φ.… … Dictionary of Greek